- προσδρομή
- ἡ, Α1. (ως στρατιωτικός ελιγμός) έφοδος («προσδρομὴ πεζῶν», επιγρ.)2. αιφνιδιαστική επίθεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + δρομή (< δρομ-, ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας δρεμ-, τής οποίας τη συνεσταλμένη βαθμίδα εμφανίζει το απρμφ. αορ. τού τρέχω: δραμεῖν), πρβλ. κατα-δρομή, περι-δρομή].
Dictionary of Greek. 2013.